κώος

κώος
(II)
κῶος και, κατά τον Ησύχ., κόος, ὁ (Α)
1. (συν. τον πληθ.) οἱ κῶοι
σπήλαια («ἔνιοι δὲ κώους μᾱλλον τὰ τοιαῡτα κοιλώματα λέγεσθαί φασιν», Στράβ.)
2. (στην Κόρινθο) δημόσια φυλακή
3. (κατά τον Ησύχ.) κοίλωμα γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κῶος < *κῶF-ος ανάγεται στην εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα *kōu- τής ΙΕ ρίζας *keu- «οίδημα, θόλος, κοίλωμα» και συνδέεται με τον τ. κοίλος*. Ο τ. κόοι («κοιλώματα τής γης», Ησύχ.) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *kou-τής ίδιας ρίζας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κῶος — caves masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶος — caves masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῷος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώος — (I) α, ο (AM Κῶος ῴα ον, αρσ. και Κώϊος) [Κως] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κω ή προέρχεται από την Κω νεοελλ. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κώος, η Κώα ο κάτοικος τής Κω ή αυτός που κατάγεται από την Κω αρχ. (ως προσηγορικό ουσ.) 1 …   Dictionary of Greek

  • Κῶιος — Κῷος , Κῷος of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῶον — Κῶος caves masc acc sg Κῶος caves neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώων — Κῶος caves fem gen pl Κῶος caves masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώως — Κῶος caves adverbial Κῶος caves masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῶοι — Κῶος caves masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶοι — κῶος caves masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”